ανδροκρατία

ανδροκρατία
η
1. κυριαρχία τών ανδρών
2. σύστημα όπου κυρίαρχο ρόλο ασκούν οι άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνδρας + -κρατία (< κρα-τής < κράτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανδροκρατούμαι — [ανδροκρατία] κυριαρχούμαι από άνδρες …   Dictionary of Greek

  • ανδροκρατικός — ή, ό [ανδροκρατία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανδροκρατία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”